- ἐπίπηγμα
- ἐπίπηγμα, ατος, τό, in pl.,A cross-rods connecting parts of a torsionengine, Ph.Bel.54.5.II. second cover, Heliod. ap. Orib.49.4.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίπηγμα — ἐπίπηγμα, τὸ (Α) 1. αυτό που έχει προσαρμοσθεί στερεά κάπου, που είναι μπηγμένο πάνω σε κάτι 2. στήριγμα … Dictionary of Greek
ἐπίπηγμα — cross rods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπήγματα — ἐπίπηγμα cross rods neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπηξ — ἐπίπηξ, ὁ (AM) μσν. κλαδί που θα εγκεντρισθεί, θα μπολιασθεί κάπου, το μπόλι αρχ. το επίπηγμα … Dictionary of Greek